Στις 21 Δεκεμβρίου του 2012 το ημερολόγιο των Μάγιας "μηδενίζει". Αυτό είναι αλήθεια ή ψέμματα; Σημασία έχει ότι, με αφορμή αυτό το ημερολόγιο, κυκλοφορούν πάρα πολλά εσχατολογικά σενάρια περί της καταστροφής της ανθρωπότητας.
Όλα αυτά με εξώθησαν στο να γράψω ένα βιβλίο με τίτλο "2012: Αλήθειες και Ψέματα", το οποίο εκδόθηκε από την IntroBooks. Στο βιβλίο αυτό αναφέρομαι στο φαινόμενο της εσχατολογίας, αναλύω το ψυχολογικό της υπόβαθρο, δίνω μια εικόνα των κύκλων της ανθρωπότητας, αναλύω το ωροσκόπιο της 21ης Δεκεμβρίου 2012 στηριγμένη στη δυτική αστρολογία όπως τη γνωρίζετε όλοι και τέλος εξηγώ το μετρικό σύστημα των Μάγιας, τον τρόπο με τον οποίο διαμόρφωσαν το ημερολόγιό τους, την κοσμοθεωρία τους, τη θρησκεία τους. Καταλήγω στο αν αυτό το ημερολόγιο μας δηλώνει τέλος ή μια καινούργια αρχή και αν το τελικό του μήνυμα σχετίζεται με το πόρισμα που μας δίνει το ωροσκόπιο αυτής της ημέρας.
Από χθες έχω αρχίσει να δημοσιεύω αποσπάσματα του βιβλίου μου, ξεκινώντας από το ψυχολογικό υπόβαθρο της εσχατολογίας, κεφάλαιο που θα σας βοηθήσει να κατανοήσετε για ποιο λόγο ο άνθρωπος, οι μάζες, η ανθρωπότητα έχει την ανάγκη ενός τέλους και γιατί, κατά καιρούς, έχουν αναπτυχθεί θεωρίες εσχατολογίας, οι οποίες, βεβαίως, έπεσαν στο κενό. Σε αυτή την ανάρτηση σας παραθέτω το δεύτερο μέρος του κεφαλαίου περί εσχατολογίας.
ΤΟ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑΣ – ΜΕΡΟΣ Β
Η
εσχατολογία εξορκίζει τον θάνατο
Είναι
εύκολο να καταλάβει κανείς ότι η εσχατολογία έχει απασχολήσει την ανθρωπότητα
από την αρχαιότητα και «έχει γράψει πολλές σελίδες» στην αταβιστική μνήμη μας.
Προσωπικά πιστεύω ότι η εσχατολογία επικρατούσε ακόμη και στους προηγούμενους
αιώνες από τους οποίους δεν έχουμε γραπτά στοιχεία. Στο συλλογικό ασυνείδητο η
εσχατολογία παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο…
Η
εσχατολογία φλερτάρει με την ιδέα του θανάτου, η οποία απασχολεί κάθε ανθρώπινη
ύπαρξη, ανεξάρτητα από το αν και πόσο τον φοβάται. Όλες οι θρησκείες στην
ιστορία της ανθρωπότητας αντιμετώπιζαν τον θάνατο σαν ένα τέλος το οποίο ορίζει
μια μετά θάνατον αρχή. Παράλληλα, επειδή ο θάνατος επισκιάζεται από τον μανδύα
του άγνωστου, ασκεί μία γοητεία αλλά και μία απέχθεια, ανάλογα με το πώς το
κάθε ανθρώπινο ον αντιλαμβάνεται το άγνωστο. Ωστόσο, τόσο η άπωση όσο και η
έλξη μπορεί να δημιουργήσουν μια κατάσταση θανατολαγνείας καθώς τόσο αυτό που
απεχθανόμαστε (λόγω φόβου και ανάγκης συντήρησης της ζωής και της ασφάλειας που
παρέχει ως γνώριμη κατάσταση) όσο και αυτό με το οποίο φλερτάρουμε (λόγω του
στόχου να επιβραβευθούμε για την ενάρετη ζωή μας και να μεταβούμε σε έναν
καλύτερο, εξαγνισμένο, άυλο κόσμο ευτυχίας) εγκαθιδρύουν εκτός από την ιδέα της
εσχατολογίας (Δευτέρα Παρουσία) και την ιδέα του θανάτου στο υποσυνείδητό μας
και δημιουργούν την ανάγκη να βρισκόμαστε συνεχώς σε μία σχέση αγάπης – μίσους,
πιθανώς ερωτικής, μαζί του.
Είναι
εύκολο να συμπεράνουμε ότι ο θάνατος είναι υπόθεση όλων μας αλλά κάποιοι
μετατρέπουν την ιδέα του θανάτου από μία «ερωτική» σχέση αγάπης - μίσους σε
«καψούρα», ταυτίζονται με τα σύμβολά του και τροφοδοτούν την ίδια τους τη ζωή
μέσα από το γεγονός ότι αποτελεί γι αυτούς ένα μέσο αναφοράς, ίσως το μόνο
συνεπές στοιχείο που, ότι και να γίνει, θα έρθει στην ώρα του.
Η
ψυχολογία υποστηρίζει ότι η θανατολαγνεία έχει τις ρίζες της σε βαθύτερα
ψυχολογικά αίτια. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι οι οποίοι τρέφονται ψυχικά από το να
βιώνουν τη ζωή τους σαν να πρόκειται να τελειώσει την επόμενη στιγμή και έτσι
αξιώνουν την ίδια την ύπαρξή της. Επιτρέπουν στον εαυτό τους να ζουν με
μεγαλύτερη ένταση την κάθε στιγμή, μια και αφ’ εαυτόν δεν μπορούν να
συνειδητοποιήσουν την αξία της ζωής και να βρουν την απαιτούμενη ενέργεια για
να είναι ζωντανοί.
Η
θλίψη των ατόμων που τους περιβάλλουν απεικονίζει και δικαιώνει τη δική τους
εσωτερική θλίψη με αποτέλεσμα να νιώθουν οι ίδιοι σημαντικοί και καθόλου
διαφορετικοί ή περιθωριοποιημένοι, αναγνωρίζοντας την αγωνία του θανάτου και τη
θλίψη τους σαν κοινό παρανομαστή όλων.
Είναι
γνωστό από πολλές ψυχολογικές μελέτες ότι οι άνθρωποι που εκτιμούν περισσότερο
τη ζωή και εκφράζουν ακόρεστη δίψα για να ζήσουν είναι, κυρίως, αυτοί που έχουν
δει τον χάρο με τα μάτια τους είτε γιατί έχουν επιβιώσει από ένα τραγικό
δυστύχημα είτε από μία πολύ σοβαρή ασθένεια.
Το
συμπέρασμα βγαίνει αυτόματα: η εγγύτητα του θανάτου ενδυναμώνει την επιθυμία
για τη ζωή. Ο μεγαλύτερος εχθρός της ζωής που είναι η ανία και η κενότητα που
συνεπάγεται, πλήττει περισσότερο τις νεαρές ηλικίες για τις οποίες ο θάνατος
είναι μία μακρινή προοπτική, τόσο ασύμβατη με την ηλικιακή πραγματικότητα που
ζούνε ώστε να μην ενσωματώνεται στη συνείδησή τους με αποτέλεσμα –κάποιοι νέοι-
να προκαλούν τη μοίρα τους με ναρκωτικά ή με τη προσάρτησή τους σε emo, gothic,
σκοτεινές συμπεριφορές. Η θανατολαγνεία αυτόματα τους κάνει ξεχωριστούς και
τους δίνει το έναυσμα να απολαύσουν με τον τρόπο τους τη ζωή, ακόμη κι αν
διατρανώνουν ότι την απεχθάνονται.
Όσο
και να σας φαίνεται παράξενο οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν έντονα, λατρεύοντας
την ίδια τη ζωή και αντιλαμβανόμενοι την αξία της σε περιόδους πολέμου. Βιώνουν
μάλιστα τα συναισθήματά τους τόσο δυνατά ώστε οι έρωτες και τα πάθη είναι πολύ
πιο μεγάλης έντασης από ότι σε ειρηνικές περιόδους.
Αυτό
το συναίσθημα της «θανατοεγγύτητας» ενώνει τη μάζα καθώς βρίσκει πρόσφορο έδαφος
στο ατομικό ασυνείδητο του κάθε ανθρώπου και υποκινεί την ανάγκη του να ζήσει,
να αξιοποιήσει τη κάθε στιγμή, να απαλλαχτεί από τραυματικά συναισθήματα.
Αξίζει
να σημειωθεί ότι η ημερομηνία 21 Δεκεμβρίου 2012 που λήγει το ημερολόγιο των
Μάγια, φαίνεται να συνδέεται με μία αταβιστική μνήμη που πάντοτε σύμφωνα με τον
Γιουνγκ κατοικεί στο συλλογικό ασυνείδητο. Καθόλου τυχαία η ημερομηνία λήξης
του ημερολογίου των Μάγια συμπίπτει με το χειμερινό ηλιοστάσιο, την ημέρα της
χρονιάς δηλαδή που η νύχτα διαρκεί περισσότερο και η μέρα λιγότερο.
Αυτή
η περίοδος της χρονιάς προκαλούσε από τα προϊστορικά χρόνια τρόμο στους
ανθρώπους. Το φως της ημέρας λιγόστευε και το σκοτάδι κυριαρχούσε όλο και
περισσότερο, αναστατώνοντας τις ψυχές των ανθρώπων που δεν μπορούσαν να
εξηγήσουν το λόγο. Υπήρχε ο παράλογος φόβος ότι το σκοτάδι θα κυριαρχούσε
ολοκληρωτικά και το φώς θα εξαφανίζονταν από τη ζωή. Νόμιζαν ότι δεν θα
επέστρεφαν ποτέ οι λαμπερές μέρες της άνοιξης και του καλοκαιριού γι αυτό και
σε αυτή την περίοδο της χρονιάς οι άνθρωποι έκαναν τις πιο σημαντικές
θρησκευτικές και μυστικές τελετές. Σε μία δέηση προς το Φως και στον Ήλιο να μη
χαθούν αλλά να επιστρέψουν και πάλι. Η ανάμνηση αυτών των τελετών διατηρούνται
ακόμη και σήμερα στα δικά μας Χριστούγεννα, στην Εβραϊκή Χάνουκα, κλπ.
Έχει
λοιπόν ιδιαίτερη συμβολική αξία ότι «το τέλος» του ημερολογίου των Μάγια
συμπίπτει με τη δική μας πιο σκοτεινή ημέρα του χρόνου. (Τουλάχιστον για το
βόρειο ημισφαίριο όπου αναπτύχθηκαν οι περισσότεροι σημαντικοί πολιτισμοί,
συμπεριλαμβανομένου και αυτού των Μάγια.)
Αναμφισβήτητα
το σκοτάδι συνδέεται με το θάνατο και το φως με τη ζωή. Σαφώς και δεν είναι
τυχαίο το γεγονός ότι σήμερα συνδέουμε
το επικείμενο τέλος του κόσμου με την ολοκληρωτική επικράτηση του
σκότους. Άραγε φταίνε οι πεποιθήσεις και οι φόβοι των προγόνων μας; Μήπως
ανασύρουμε αταβιστικές μνήμες;
Σμάρω
Σωτηράκη